θερμαντικάς — θερμαντικά̱ς , θερμαντικός capable of heating fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
θερμάστρα — η (ΑΜ θερμάστρα Α και θερμαύστρα) νεοελλ. 1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα 2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται… … Dictionary of Greek
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek
κλιματιστικός — ή, ό [κλιματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιματισμό* 2. φρ. «κλιματιστικές εγκαταστάσεις» τα μηχανήματα κλιματισμού ενός χώρου, που περιλαμβάνουν σύστημα με θερμαντικά ή ψυκτικά σώματα, τα οποία αναρροφούν τον εξωτερικό αέρα και τόν … Dictionary of Greek
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek